- κόκα-κόλα
- η(τροφ. χημ.) εμπορική ονομασία αεριούχου αναψυκτικού ποτού, που παρασκευάζεται από εκχυλίσματα φύλλων κόκας —από τα οποία απομακρύνεται προηγουμένως η κοκαΐνη—, από εκχύλισμα σπερμάτων κόλας, από άλλες φυτικές ουσίες, καθώς και από ζάχαρη, καραμέλα, νερό και διοξείδιο τού άνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coca-cola < coca (< ισπ. coca) + cola (αφρικ. προελεύσεως)].
Dictionary of Greek. 2013.